- χαλαζοφόρος
- -α, -ο / χαλαζηφόρος, -ον, ΝΜαυτός που φέρνει χαλάζι («χαλαζοφόρα σύννεφα»)νεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το χαλαζοφόροζωολ. η χαλαζοφόρα στιβάδα2. φρ. «χαλαζοφόρα στιβάδα»ζωολ. στρώμα αλβουμίνης που περιβάλλει τον κρόκο τού αβγού τών πουλιών και πάνω στην οποία προσφύονται οι χάλαζες.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαζα + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.